πολλαχῶς: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />de beaucoup de manières.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
|btext=<i>adv.</i><br />[[de beaucoup de manières]].<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχῶς Medium diacritics: πολλαχῶς Low diacritics: πολλαχώς Capitals: ΠΟΛΛΑΧΩΣ
Transliteration A: pollachō̂s Transliteration B: pollachōs Transliteration C: pollachos Beta Code: pollaxw=s

English (LSJ)

Adv. in many ways, Diog.Apoll. 2, Isoc.4.8, D.22.25, etc.; π. λέγεσθαι in many senses, Arist.Top.158b10, Pol.1276a23.

German (Pape)

[Seite 658] auf vielerlei, vielfältige Art; Plat. Conv. 209 e; Isocr. 4, 8; Gegensatz von ἑνὶ τρόπῳ, Dem. 22, 25; Pol. 9, 2, 1 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
de beaucoup de manières.
Étymologie: *πολλαχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαχῶς [~ πολύς] adv., op veel manieren.

Russian (Dvoretsky)

πολλᾰχῶς:
1 многими способами (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);
2 во многих смыслах, в различных значениях (λέγεσθαι Arst.).

Greek Monolingual

πολλαχῶς ΝΜΑ
επίρρ.
1. με πολλούς και διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως («οὐκ ἑνὶ ἔδωκε τρόπω... λαμβάνειν δίκην... ἀλλὰ πολλαχῶς», Δημοσθ.)
2. με πολλές έννοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. παντ-αχ-ώς)].

Greek Monotonic

πολλᾰχῶς: επίρρ., με πολλούς τρόπους, σε Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχῶς: ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.

Middle Liddell

in many ways, Dem., etc.

English (Woodhouse)

in many ways

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search