ὀνοβάτις: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui monte à âne.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[βαίνω]]. | |btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[qui monte à âne]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[βαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:30, 9 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ιδος, ἡ, riding on an ass, of an adulteress who was thus punished at Cumae, Plu.2.291e, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 347] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
qui monte à âne.
Étymologie: ὄνος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοβάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ сажаемая верхом на осла (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».
Greek Monolingual
ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο-βάτις].