κατηγορούμενον: Difference between revisions
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
(Created page with "{{grml |mltxt=το<br /><b>1.</b> όνομα ή άλλο μέρος του λόγου ή φράση ή και ολόκληρη πρόταση που αποδί...") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> όνομα ή [[άλλο]] [[μέρος]] του λόγου ή [[φράση]] ή και ολόκληρη [[πρόταση]] που αποδίδουν μιαν [[ιδιότητα]] στο [[υποκείμενο]] προτάσεως με τη [[μεσολάβηση]] ενός συνδετικού ρήματος, αυτό που λέγεται για το [[υποκείμενο]]<br />π.χ. «[[τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν]]», «ο [[γιος]] μου [[είναι]] καλό [[παιδί]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «επιρρηματικό [[κατηγορούμενο]]<br />όνομα που αποδίδει στο [[υποκείμενο]] της προτάσεως επιρρηματική [[σημασία]] ([[τόπο]], χρόνο, τρόπο <b>κ.λπ.</b>) και το οποίο δέχονται [[κυρίως]] ρήματα κινήσεως, π.χ. «Ἐπύαξα προτὲρα Κύρου <i>ἀφίκετο</i>», «περπατά [[πάντα]] [[καμαρωτός]]» <br />β) «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]» — όνομα το οποίο αποδίδει προληπτικά στο [[υποκείμενο]] μια [[ιδιότητα]] η οποία [[είναι]] το [[αποτέλεσμα]] της συντελέσεως της ρηματικής ενέργειας, π.χ. «σπουδάζει [[αρχιτέκτονας]]», «ὁ [[ποταμός]] ἐρρύη [[μέγας]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. ενεστ. του ρ. [[κατηγοροῦμαι]]. Η [[χρήση]] της λ. [[κατηγορούμενο]] ανάγεται στη σημ. του [[κατηγορῶ]] «[[αποδίδω]] [[ιδιότητα]] σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]]», ως όρου της λογικής από τον <b>Αριστοτ.</b>]. | |mltxt=το<br /><b>1.</b> όνομα ή [[άλλο]] [[μέρος]] του λόγου ή [[φράση]] ή και ολόκληρη [[πρόταση]] που αποδίδουν μιαν [[ιδιότητα]] στο [[υποκείμενο]] προτάσεως με τη [[μεσολάβηση]] ενός συνδετικού ρήματος, αυτό που λέγεται για το [[υποκείμενο]]<br />π.χ. «[[τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν]]», «ο [[γιος]] μου [[είναι]] καλό [[παιδί]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «επιρρηματικό [[κατηγορούμενο]]<br />όνομα που αποδίδει στο [[υποκείμενο]] της προτάσεως επιρρηματική [[σημασία]] ([[τόπο]], χρόνο, τρόπο <b>κ.λπ.</b>) και το οποίο δέχονται [[κυρίως]] ρήματα κινήσεως, π.χ. «Ἐπύαξα προτὲρα Κύρου <i>ἀφίκετο</i>», «περπατά [[πάντα]] [[καμαρωτός]]» <br />β) «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]» — όνομα το οποίο αποδίδει προληπτικά στο [[υποκείμενο]] μια [[ιδιότητα]] η οποία [[είναι]] το [[αποτέλεσμα]] της συντελέσεως της ρηματικής ενέργειας, π.χ. «σπουδάζει [[αρχιτέκτονας]]», «ὁ [[ποταμός]] ἐρρύη [[μέγας]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. ενεστ. του ρ. [[κατηγοροῦμαι]]. Η [[χρήση]] της λ. [[κατηγορούμενο]] ανάγεται στη σημ. του [[κατηγορῶ]] «[[αποδίδω]] [[ιδιότητα]] σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]]», ως όρου της λογικής από τον <b>Αριστοτ.</b>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[predicative]]=== | |||
Chinese Mandarin: 表語, 表语; Finnish: predikatiivi; French: [[attribut]]; German: [[Prädikativum]], [[Prädikativ]]; Greek: [[κατηγορούμενο]]; Indonesian: predikatif; Japanese: 述詞, 叙述語; Occitan: atribut; Polish: orzecznik; Portuguese: [[predicativo]]; Russian: [[именная часть составного сказуемого]], [[предикатив]]; Slovak: přísudkový; Slovene: predikativna; Swedish: predikativ; Tajik: мустанадӣ; Turkmen: predikatiw | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:21, 14 January 2023
Greek Monolingual
το
1. όνομα ή άλλο μέρος του λόγου ή φράση ή και ολόκληρη πρόταση που αποδίδουν μιαν ιδιότητα στο υποκείμενο προτάσεως με τη μεσολάβηση ενός συνδετικού ρήματος, αυτό που λέγεται για το υποκείμενο
π.χ. «τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν», «ο γιος μου είναι καλό παιδί»
2. φρ. α) «επιρρηματικό κατηγορούμενο
όνομα που αποδίδει στο υποκείμενο της προτάσεως επιρρηματική σημασία (τόπο, χρόνο, τρόπο κ.λπ.) και το οποίο δέχονται κυρίως ρήματα κινήσεως, π.χ. «Ἐπύαξα προτὲρα Κύρου ἀφίκετο», «περπατά πάντα καμαρωτός»
β) «προληπτικό κατηγορούμενο» — όνομα το οποίο αποδίδει προληπτικά στο υποκείμενο μια ιδιότητα η οποία είναι το αποτέλεσμα της συντελέσεως της ρηματικής ενέργειας, π.χ. «σπουδάζει αρχιτέκτονας», «ὁ ποταμός ἐρρύη μέγας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. ενεστ. του ρ. κατηγοροῦμαι. Η χρήση της λ. κατηγορούμενο ανάγεται στη σημ. του κατηγορῶ «αποδίδω ιδιότητα σε πρόσωπο ή πράγμα», ως όρου της λογικής από τον Αριστοτ.].
Translations
predicative
Chinese Mandarin: 表語, 表语; Finnish: predikatiivi; French: attribut; German: Prädikativum, Prädikativ; Greek: κατηγορούμενο; Indonesian: predikatif; Japanese: 述詞, 叙述語; Occitan: atribut; Polish: orzecznik; Portuguese: predicativo; Russian: именная часть составного сказуемого, предикатив; Slovak: přísudkový; Slovene: predikativna; Swedish: predikativ; Tajik: мустанадӣ; Turkmen: predikatiw