ἀμφοτερόπλους: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(3) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἀμφοτερόπλους | |||
|Medium diacritics=ἀμφοτερόπλους | |||
|Low diacritics=αμφοτερόπλους | |||
|Capitals=ΑΜΦΟΤΕΡΟΠΛΟΥΣ | |||
|Transliteration A=amphoteróplous | |||
|Transliteration B=amphoteroplous | |||
|Transliteration C=amfoteroplous | |||
|Beta Code=a)mfotero/plous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[ἀμφοτερόπλοος]] ([[navigable on both sides]]). | |||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. [[ἀμφοτερόπλους]], -ουν<br /><b class="num">1</b> [[navegable por dos lados]] γῆ de un istmo, Poll.9.18.<br /><b class="num">2</b> [[de ambas navegaciones]], [[del viaje de ida y vuelta de un barco]], [[ἀργύριον]] D.34.25, [[δάνειον]] Harp., Poll.8.141, κέρδος Ael.<i>Ep</i>.18<br /><b class="num">•</b>ac. adverb. δανείζονται ... ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν prestan sobre la nave tres mil dracmas para el viaje de ida y vuelta</i> D.56.6, cf. 34.6, 23. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0146.png Seite 146]] ουν, von beiden Seiten zu umschiffen, γῆ Poll. 9, 18, oder zu beiden Seiten schiffbar, B. A. 202; τὸ ἀμφοτερόπλουν, sc. [[ἀργύριον]] od. [[δάνειον]], Geld auf Bodmerei für die Hin- u. die Rückfahrt ausgelichen, so daß der Gläubiger Capital u. Zinsen erst nach der Rückfahrt erhält, vgl. ἑτερόπλουν Dem. 34, 6 u. öfter. S. Böckh Staatshaush. I p. 147. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0146.png Seite 146]] ουν, [[von beiden Seiten zu umschiffen]], γῆ Poll. 9, 18, oder [[zu beiden Seiten schiffbar]], B. A. 202; [[τὸ ἀμφοτερόπλουν]], ''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]] od. [[δάνειον]], Geld auf Bodmerei für die Hin- u. die Rückfahrt ausgelichen, so daß der Gläubiger Capital u. Zinsen erst nach der Rückfahrt erhält, vgl. ἑτερόπλουν Dem. 34, 6 u. öfter. S. Böckh Staatshaush. I p. 147. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφοτερόπλους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πλευστός]] και από τα δύο μέρη (π. χ. ο [[ισθμός]])<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀμφοτερόπλουν</i><br />[[ναυτοδάνειο]] που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου [[αλλά]] και για την επάνοδο του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦς]]. | |mltxt=[[ἀμφοτερόπλους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[πλευστός]] και από τα δύο μέρη (π. χ. ο [[ισθμός]])<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀμφοτερόπλουν</i><br />[[ναυτοδάνειο]] που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου [[αλλά]] και για την επάνοδο του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:54, 1 April 2023
English (LSJ)
-ουν, contr. for ἀμφοτερόπλοος (navigable on both sides).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. ἀμφοτερόπλους, -ουν
1 navegable por dos lados γῆ de un istmo, Poll.9.18.
2 de ambas navegaciones, del viaje de ida y vuelta de un barco, ἀργύριον D.34.25, δάνειον Harp., Poll.8.141, κέρδος Ael.Ep.18
•ac. adverb. δανείζονται ... ἐπὶ τῇ νηὶ τρισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν prestan sobre la nave tres mil dracmas para el viaje de ida y vuelta D.56.6, cf. 34.6, 23.
German (Pape)
[Seite 146] ουν, von beiden Seiten zu umschiffen, γῆ Poll. 9, 18, oder zu beiden Seiten schiffbar, B. A. 202; τὸ ἀμφοτερόπλουν, sc. ἀργύριον od. δάνειον, Geld auf Bodmerei für die Hin- u. die Rückfahrt ausgelichen, so daß der Gläubiger Capital u. Zinsen erst nach der Rückfahrt erhält, vgl. ἑτερόπλουν Dem. 34, 6 u. öfter. S. Böckh Staatshaush. I p. 147.
Greek Monolingual
ἀμφοτερόπλους, -ουν (Α)
1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός)
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν
ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -πλοῦς < πλοῦς.