χοιροπώλας: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(4b)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1362.png Seite 1362]] ὁ, [[Schweinehändler]], dor. [[χοιροπώλας]], Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[χοιροπώλης]].
|btext=α (ὁ) :<br />[[marchand de cochons]].<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]], [[πωλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χοιροπώλᾱς:''' ᾱ ὁ дор. = [[χοιροπώλης]].
|elrutext=[[χοιροπώλης]]: ου, дор. [[χοιροπώλας]], ᾱ ὁ [[торговец свиньями]] Arph.
}}
{{ls
|lstext=[[χοιροπώλης]]: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. [[χοιροπώλας]] Α<br />[[πωλητής]] χοίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext=[[χοιροπώλης]]: Δωρ. [[χοιροπώλας]], -α, ὁ ([[πωλέομαι]]), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πωλέομαι]]<br />a [[pig-jobber]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 2 May 2023

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, Schweinehändler, dor. χοιροπώλας, Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
marchand de cochons.
Étymologie: χοῖρος, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

χοιροπώλης: ου, дор. χοιροπώλας, ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροπώλης: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α
πωλητής χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -πώλης].

Greek Monotonic

χοιροπώλης: Δωρ. χοιροπώλας, -α, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πωλέομαι
a pig-jobber, Ar.