λάγδην: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "$2$4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με το [[πόδι]], με τη [[φτέρνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λάξ</i> «με το [[πόδι]]» ([[πρβλ]]. <i>πυξ</i>-<i>λάξ</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i>. Το -<i>κ</i>- του θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό [[σύμφωνο]] -<i>γ</i>- αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό -<i>δ</i>- που ακολουθεί ([[πρβλ]]. [[μίγδην]], [[φύγδην]])].
|mltxt=[[λάγδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με το [[πόδι]], με τη [[φτέρνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λάξ</i> «με το [[πόδι]]» ([[πρβλ]]. [[πυξλάξ]]) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i>. Το -<i>κ</i>- του θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό [[σύμφωνο]] -<i>γ</i>- αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό -<i>δ</i>- που ακολουθεί ([[πρβλ]]. [[μίγδην]], [[φύγδην]])].
}}
}}

Revision as of 06:16, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάγδην Medium diacritics: λάγδην Low diacritics: λάγδην Capitals: ΛΑΓΔΗΝ
Transliteration A: lágdēn Transliteration B: lagdēn Transliteration C: lagdin Beta Code: la/gdhn

English (LSJ)

Adv. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται S.Fr.683.3.

German (Pape)

[Seite 3] = λάξ, τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται wird aus Soph. frg. 606 angeführt.

French (Bailly abrégé)

adv.
à coups de talon.
Étymologie: λάξ, -δην.

Russian (Dvoretsky)

λάγδην: adv. пятой, ногами (πατεῖσθαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λάγδην: ἐπίρρ. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606.

Greek Monolingual

λάγδην (Α)
επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξλάξ) + επιρρμ. κατάλ. -δην. Το -κ- του θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο -γ- αφομοιωτικά προς το ηχηρό -δ- που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)].