λάγδην

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάγδην Medium diacritics: λάγδην Low diacritics: λάγδην Capitals: ΛΑΓΔΗΝ
Transliteration A: lágdēn Transliteration B: lagdēn Transliteration C: lagdin Beta Code: la/gdhn

English (LSJ)

Adv. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται S.Fr.683.3.

German (Pape)

[Seite 3] = λάξ, τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται wird aus Soph. frg. 606 angeführt.

French (Bailly abrégé)

adv.
à coups de talon.
Étymologie: λάξ, -δην.

Russian (Dvoretsky)

λάγδην: adv. пятой, ногами (πατεῖσθαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λάγδην: ἐπίρρ. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606.

Greek Monolingual

λάγδην (Α)
επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξ λαξ) + επιρρμ. κατάλ. -δην. Το -κ- του θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο -γ- αφομοιωτικά προς το ηχηρό -δ- που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)].