κακοθερής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοθερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[κακοθέρειος]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[ανίκανος]] ή [[ακατάλληλος]] να υπομείνει τη [[θερμότητα]] του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῖς [[φύσεις]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κακοθερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[κακοθέρειος]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[ανίκανος]] ή [[ακατάλληλος]] να υπομείνει τη [[θερμότητα]] του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῖς [[φύσεις]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), [[πρβλ]]. [[πολυθερής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, unfitted to endure summer heat, φύσεις Sor.1.41.
Greek (Liddell-Scott)
κακοθερής: -ές, = κακοθέρειος, κακοθερεῖς φύσεις Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.
Greek Monolingual
κακοθερής, -ές (Α)
1. κακοθέρειος
2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῖς φύσεις», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θερής (< θέρος), πρβλ. πολυθερής].