ισοπαλής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοπαλής]], -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς | |mltxt=[[ἰσοπαλής]], -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπαλῶς</i> (Α)<br />με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]), [[πρβλ]]. [[δυσπαλής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:42, 8 May 2023
Greek Monolingual
ἰσοπαλής, -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)
1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος
(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.)
2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοπαλῶς (Α)
με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσπαλής].