εὐποσία: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐποσία]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κρασοκατάνυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαρπία]], [[αφθονία]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωποποίηση]]) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποσία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πότης]]), [[πρβλ]]. <i>οινο</i>-<i>ποσία</i>].
|mltxt=[[εὐποσία]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κρασοκατάνυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαρπία]], [[αφθονία]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωποποίηση]]) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποσία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πότης]]), [[πρβλ]]. [[οινοποσία]]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποσία Medium diacritics: εὐποσία Low diacritics: ευποσία Capitals: ΕΥΠΟΣΙΑ
Transliteration A: euposía Transliteration B: euposia Transliteration C: efposia Beta Code: eu)posi/a

English (LSJ)

ἡ, abundance, IPE12.140, 141 (Olbia); θεὰ Εὐ. Judeich Altertümer von Hierapolis 26.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποσία: ἡ, = εὐβοσία, καλὴ βοσκή, εὐκαρπία, εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

εὐποσία, ή (ΑΜ)
μσν.
κρασοκατάνυξη
αρχ.
1. ευκαρπία, αφθονία
2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ποσία (< πότης), πρβλ. οινοποσία].