Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ετεροσχημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), [[πρβλ]]. [[ασχημάτιστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἑτεροσχημάτιστος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον
η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχηματιστος (< σχηματίζω), πρβλ. ασχημάτιστος].