μελανώπις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(24)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
|mltxt=[[μελανῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), [[πρβλ]]. [[γλαυκώπις]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

μελανῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκώπις].