μητραλοίας: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μητραλοίας]], Μ και μητραλῴας και μητρολοίας και [[μητρολώας]], Α και [[μητρολῴας]] και [[μητρολώας]])<br />αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, ο [[μητροκτόνος]] («τοὺς δὲ πατρολοίας καὶ [[μητραλοίας]] [[κατά]] τὸν Πυριφλεγέθοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλοίας</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλοιῶ</i>, επικ. τ. του <i>ἀλοῶ</i> «[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μητραλοίας]], Μ και μητραλῴας και μητρολοίας και [[μητρολώας]], Α και [[μητρολῴας]] και [[μητρολώας]])<br />αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, ο [[μητροκτόνος]] («τοὺς δὲ πατρολοίας καὶ [[μητραλοίας]] [[κατά]] τὸν Πυριφλεγέθοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλοίας</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλοιῶ</i>, επικ. τ. του <i>ἀλοῶ</i> «[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]]»), [[πρβλ]]. [[πατραλοίας]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:45, 8 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀλοιάω) striking one's mother: hence, matricide, A.Eu.153 (lyr.), 210, Lys.10.8, Pl.Phd.114a, etc.:—also written μητρολῴας or μητρ-λώας, 1 Ep.Ti.1.9, Gloss.
German (Pape)
[Seite 179] auch μητραλῴας, der seine Mutter schlägt, Muttermörder; Aesch. Eum. 148. 201; Plat. Phaed. 114 a; Sp., wie Luc. Deor. Concil. 12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
meurtrier de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, ἀλοιάω.
Russian (Dvoretsky)
μητρᾰλοίᾱς: стяж. μητραλῴας, ου ὁ матереубийца Aesch., Plat., Luc., NT.
Greek (Liddell-Scott)
μητρᾰλοίας: -ου, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ τύπτων τὴν μητέρα αὐτοῦ, μητροκτόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 153, 210, Λυσ. 116. 44, Πλάτ. Φαίδων 114Α, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κτλ. ἐνίοτε φέρεται μητραλῴας· πρβλ. πατραλοίας.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μητραλοίας, Μ και μητραλῴας και μητρολοίας και μητρολώας, Α και μητρολῴας και μητρολώας)
αυτός που φονεύει τη μητέρα του, ο μητροκτόνος («τοὺς δὲ πατρολοίας καὶ μητραλοίας κατά τὸν Πυριφλεγέθοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. του ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω»), πρβλ. πατραλοίας].
Greek Monotonic
μητρᾰλοίας: -ου, ὁ (ἀλοιάω), αυτός που χτυπά θανατηφόρα τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.