μητροήθης: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui a le caractère d'une mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἦθος]]. | |btext=ης, ες :<br />[[qui a le caractère d'une mère]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἦθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροήθης]], -ες (Μ)<br />αυτός που έχει το [[ήθος]] ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μητροήθης]], -ες (Μ)<br />αυτός που έχει το [[ήθος]] ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), [[πρβλ]]. [[γυναικοήθης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 06:50, 8 May 2023
German (Pape)
[Seite 179] ες, von der Mutter Art, Charakter, Mchael. (I, 122).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a le caractère d'une mère.
Étymologie: μήτηρ, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
μητροήθης: унаследовавший материнский характер Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μητροήθης: -ες, ὁ ἔχων τὸ ἦθος, τὸν τρόπον τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀνθ. Π. 1. 124.
Greek Monolingual
μητροήθης, -ες (Μ)
αυτός που έχει το ήθος ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ήθης (< ήθος), πρβλ. γυναικοήθης].
Greek Monotonic
μητροήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.