ἡμιόδιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμιόδιον]]<br />μισή [[κατά]] το [[πλάτος]] [[οδός]], στενή [[οδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οδός]]), [[πρβλ]]. <i>εισ</i>-<i>όδιος</i>].
|mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμιόδιον]]<br />μισή [[κατά]] το [[πλάτος]] [[οδός]], στενή [[οδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οδός]]), [[πρβλ]]. [[εισόδιος]]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιόδιος Medium diacritics: ἡμιόδιος Low diacritics: ημιόδιος Capitals: ΗΜΙΟΔΙΟΣ
Transliteration A: hēmiódios Transliteration B: hēmiodios Transliteration C: imiodios Beta Code: h(mio/dios

English (LSJ)

ον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.

German (Pape)

[Seite 1169] der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιόδιος: прошедший полпути Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιόδιος: -ον, ἀμφ. γραφ., ὁ ὁδεύσας τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34.

Greek Monolingual

ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισόδιος].