φαιλόνης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φελόνης]] και [[φελώνης]], ὁ, Α<br />χοντρό [[πανωφόρι]], [[φαινόλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαινόλης]] με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων κατ' [[επίδραση]] τών ονομ. σε -<i>όνη</i>, -<i>όνιον</i>, που δηλώνουν όργανο (<b>πρβλ.</b> <i>περ</i>-<i>όνη</i>, <i>πρι</i>-<i>όνιον</i>)].
|mltxt=και [[φελόνης]] και [[φελώνης]], ὁ, Α<br />χοντρό [[πανωφόρι]], [[φαινόλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαινόλης]] με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων κατ' [[επίδραση]] τών ονομ. σε -<i>όνη</i>, -<i>όνιον</i>, που δηλώνουν όργανο (<b>πρβλ.</b> [[περόνη]], [[πριόνιον]])].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:12, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιλόνης Medium diacritics: φαιλόνης Low diacritics: φαιλόνης Capitals: ΦΑΙΛΟΝΗΣ
Transliteration A: phailónēs Transliteration B: phailonēs Transliteration C: failonis Beta Code: failo/nhs

English (LSJ)

= φαινόλης (thick upper garment, cloak), 2 Ep.Ti.4.13 (wrongly expld. by γλωσσόκομον, εἰλητάριον μεμβράϊνον, Hsch.); written φελόνης in PFay.347 (ii A. D.), v.l. in 2 Ep.Ti. l.c.:—Dim. φαιλόνιον POxy.933.30 (ii A. D.); written φελόνιον, φλόνιον in PGen.80.14 (iv A. D.).

Greek Monolingual

και φελόνης και φελώνης, ὁ, Α
χοντρό πανωφόρι, φαινόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ' επίδραση τών ονομ. σε -όνη, -όνιον, που δηλώνουν όργανο (πρβλ. περόνη, πριόνιον)].

Russian (Dvoretsky)

φαιλόνης: ου ὁ NT v.l. = φαινόλης.

Chinese

原文音譯:felÒnhj 費羅尼士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:樹皮
字義溯源:斗篷,外衣^;或出自(φαίνω)=發光),而 (φαίνω)出自(φῶς)=光), (φῶς)又出自(φαῦλος)X=照耀*)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 外衣(1) 提後4:13

French (New Testament)

c. φαινόλης