φυγόπονος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φυγόπονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την [[εργασία]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>πονος</i>, <i>παυσί</i>-<i>πονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[φυγόπονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την [[εργασία]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> [[μισόπονος]], [[παυσίπονος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόπονος Medium diacritics: φυγόπονος Low diacritics: φυγόπονος Capitals: ΦΥΓΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: phygóponos Transliteration B: phygoponos Transliteration C: fygoponos Beta Code: fugo/ponos

English (LSJ)

ον, shunning work or hardship, Plb.39.1.10.

German (Pape)

[Seite 1312] Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit le travail ou la fatigue, paresseux.
Étymologie: φεύγω, πόνος.

Russian (Dvoretsky)

φῠγόπονος: избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόπονος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, ὁ μὴ θέλων νὰ ἐργασθῇ, Πολύβ. 40. 6, 10.

Greek Monolingual

-η, -ο / φυγόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόνος (πρβλ. μισόπονος, παυσίπονος)].

Greek Monotonic

φῠγόπονος: ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φῠγό-πονος, ον,
shunning work or hardship, Polyb.