ξενώνας: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ξενών]], -ῶνος, Α και [[ξενεών]])<br />ειδικό [[κτήριο]] ή [[κατάλυμα]] σε [[μοναστήρι]] ή [[δωμάτιο]] σπιτιού για [[διαμονή]] και [[διανυκτέρευση]] ξένων<br /><b>μσν.</b><br />[[πτωχοκομείο]] ή [[νοσοκομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -κατάλ. -<i>ών</i> / -<i>ώνας</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ο (ΑΜ [[ξενών]], -ῶνος, Α και [[ξενεών]])<br />ειδικό [[κτήριο]] ή [[κατάλυμα]] σε [[μοναστήρι]] ή [[δωμάτιο]] σπιτιού για [[διαμονή]] και [[διανυκτέρευση]] ξένων<br /><b>μσν.</b><br />[[πτωχοκομείο]] ή [[νοσοκομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -κατάλ. -<i>ών</i> / -<i>ώνας</i> (<b>πρβλ.</b> [[αμπελώνας]], [[περιστερώνας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ξενών, -ῶνος, Α και ξενεών)
ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων
μσν.
πτωχοκομείο ή νοσοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κατάλ. -ών / -ώνας (πρβλ. αμπελώνας, περιστερώνας)].