συκοφαντίας: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[ἄνεμος]]) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά [[προς]] τη λ. [[καικίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συκοφάντης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καικ</i>-<i>ίας</i>, <i>Ολυμπ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[ἄνεμος]]) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά [[προς]] τη λ. [[καικίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συκοφάντης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> [[καικίας]], [[Ολυμπίας]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡκοφαντίας:''' -ου, ὁ, ο αέρα του Συκοφάντη (πρβλ. [[καικίας]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σῡκοφαντίας:''' -ου, ὁ, ο αέρα του Συκοφάντη (πρβλ. [[καικίας]]), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντίας Medium diacritics: συκοφαντίας Low diacritics: συκοφαντίας Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ
Transliteration A: sykophantías Transliteration B: sykophantias Transliteration C: sykofantias Beta Code: sukofanti/as

English (LSJ)

ου, ὁ (sc. ἄνεμος), Com. word in Ar.Eq.437, καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ.

German (Pape)

[Seite 974] ὁ, so erklärt man Ar. Equ. 435, ὡς οὗτος ἤτοι καικίαςσυκοφαντίας πνεῖ, etwa der Sykophantenwind; man kann aber auch πνεῖν mit dem gen. verbinden, und hier συκοφαντίας als gen. betrachten; Andere wollten daher in Καικίας auch Anspielung auf καἰκίας, d. i. καὶ αἰκίας finden.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le vent de la calomnie.
Étymologie: συκοφάντης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφαντίας -ου, ὁ [συκοφάντης] kom. woordvorming ( sc. ἄνεμος ) sycofanten-wind.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφαντίᾱς: ου ὁ шутл. (по созвучию с καικίας) ветер доносительства или клеветы Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντίας: -ου, ὁ, ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 437, πνεῖ καικίας καὶ συκοφαντίας, πνέουσιν οἱ ἄνεμοι Καικίας καὶ Συκοφαντίας· ἀλλ’ ὑπάρχει καὶ παιδιὰ ἐπὶ τοῦ κακίας καὶ συκοφαντίας, πνέει ἄνεμος κακίας καὶ συκοφαντίας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. ἄνεμος) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά προς τη λ. καικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκοφάντης + επίθημα -ίας (πρβλ. καικίας, Ολυμπίας)].

Greek Monotonic

σῡκοφαντίας: -ου, ὁ, ο αέρα του Συκοφάντη (πρβλ. καικίας), σε Αριστοφ.