υπέρκοτος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />υπέρμετρα οργισμένος ή [[άγριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκότως</i> Α<br />με υπέρκοτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[διαρκής]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔγ</i>-<i>κοτος</i>, <i>ἐπί</i>-<i>κοτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />υπέρμετρα οργισμένος ή [[άγριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκότως</i> Α<br />με υπέρκοτο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[διαρκής]] [[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἔγκοτος]], [[ἐπίκοτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος.
επίρρ...
ὑπερκότως Α
με υπέρκοτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγκοτος, ἐπίκοτος)].