σίκχος: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />[[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σικχός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στεῖν</i>-<i>ος</i>, <i>μάκρ</i>-<i>ος</i>)].
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />[[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σικχός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[στεῖνος]], [[μάκρος]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=τό, = [[σικχότης]], <i>[[LXX]]</i>.
|ptext=τό, = [[σικχότης]], <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκχος Medium diacritics: σίκχος Low diacritics: σίκχος Capitals: ΣΙΚΧΟΣ
Transliteration A: síkchos Transliteration B: sikchos Transliteration C: sikchos Beta Code: si/kxos

English (LSJ)

εος, τό,= βδέλυγμα, Sm.Ez.7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, Eust.972.35.

Greek (Liddell-Scott)

σίκχος: -εος, τό, = βδέλυγμα, Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - ὡσαύτως σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. στεῖνος, μάκρος)].

German (Pape)

τό, = σικχότης, LXX.