στρέφος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Δωριείς) «[[στρέμμα]], [[δέρμα]], [[βύρσα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]] του αρχ. τ. [[στέρφος]] «[[δέρμα]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέρφος]]) από το αμάρτυρο ουδ. [[στρέφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -<i>στρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀμφι</i>-<i>στρεφής</i>, <i>εὐ</i>-<i>στρεφής</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Δωριείς) «[[στρέμμα]], [[δέρμα]], [[βύρσα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]] του αρχ. τ. [[στέρφος]] «[[δέρμα]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στέρφος]]) από το αμάρτυρο ουδ. [[στρέφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -<i>στρεφής</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφιστρεφής]], [[εὐστρεφής]])].
}}
}}

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέφος Medium diacritics: στρέφος Low diacritics: στρέφος Capitals: ΣΤΡΕΦΟΣ
Transliteration A: stréphos Transliteration B: strephos Transliteration C: strefos Beta Code: stre/fos

English (LSJ)

στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, Hsch. (cf. στέρφος, στρέφωσις).

German (Pape)

[Seite 953] τό, = στέρφος, Hesych. στρέμμα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρέφος: -εος, τό, = στρέμμα, «δέρμα βύρσα. Δωριεῖς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά του αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -στρεφής (πρβλ. ἀμφιστρεφής, εὐστρεφής)].