φοβεσιστράτη: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=φοβεσιστράτη
|Full diacritics=φοβεσιστρᾰ́τη
|Medium diacritics=φοβεσιστράτη
|Medium diacritics=φοβεσιστράτη
|Low diacritics=φοβεσιστράτη
|Low diacritics=φοβεσιστράτη
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fovesistrati
|Transliteration C=fovesistrati
|Beta Code=fobesistra/th
|Beta Code=fobesistra/th
|Definition=[ᾰ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scarer of hosts]], epith. of Athena, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1177</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, [[scarer of hosts]], [[epithet]] of [[Athena]], Ar.Eq.1177.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />qui fait fuir <i>ou</i> qui épouvante les armées <i>(ép. d’Athéna)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]], [[στρατός]].
|btext=ης (ἡ) :<br />qui fait fuir <i>ou</i> qui épouvante les armées <i>(ép. d'Athéna)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]], [[στρατός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβεσ</i>(<i>ι</i>)- (<span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού αναλογικά [[προς]] το <i>αρχεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών σύνθ. σε -<i>σι</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἀλγεσί</i>-<i>θυμος</i>, <i>ἀλφεσί</i>-<i>βοιος</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβεσ</i>(<i>ι</i>)- (<span style="color: red;"><</span> <i>φοβῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού αναλογικά [[προς]] το <i>αρχεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>- [[κατά]] το [[πρότυπο]] τών σύνθ. σε -<i>σι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἀλγεσίθυμος]], [[ἀλφεσίβοιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοβεσιστράτη:''' (ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (sc. [[Παλλάς]] Arph.).
|elrutext='''φοβεσιστράτη:''' (ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (''[[sc.]]'' [[Παλλάς]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοβεσι-στρά˘τη, ἡ,<br />scarer of hosts, Ar.
|mdlsjtxt=φοβεσιστρᾰ́τη, ἡ, [[scarer]] of [[host]]s, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβεσιστρᾰ́τη Medium diacritics: φοβεσιστράτη Low diacritics: φοβεσιστράτη Capitals: ΦΟΒΕΣΙΣΤΡΑΤΗ
Transliteration A: phobesistrátē Transliteration B: phobesistratē Transliteration C: fovesistrati Beta Code: fobesistra/th

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, scarer of hosts, epithet of Athena, Ar.Eq.1177.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, die Kriegsschaaren-Schreckerinn, Athene, Ar. Equ. 1177.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
qui fait fuir ou qui épouvante les armées (ép. d'Athéna).
Étymologie: φοβέω, στρατός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι)- (< φοβῶ) + στρατός. Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχεσι- (< αρχε- κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε -σι-, πρβλ. ἀλγεσίθυμος, ἀλφεσίβοιος)].

Greek Monotonic

φοβεσιστράτη: [ᾰ], ἡ, αυτή που εισάγει το φόβο στα στρατόπεδα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φοβεσιστράτη: (ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (sc. Παλλάς Arph.).

Middle Liddell

φοβεσιστρᾰ́τη, ἡ, scarer of hosts, Ar.