Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλωνάς: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[μυλωνού]] (Μ [[μυλωνάς]], θηλ. [[μυλώνισσα]])<br /> [[ιδιοκτήτης]] ή [[εργάτης]] αλευρόμυλου, [[μυλωθρός]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιοκτήτης]] ή [[εργάτης]] [[κάθε]] είδους μύλου<br /> <b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[μυλωνού]]<br /> ιδιοκτήτρια μύλου ή [[γυναίκα]] που εργάζεται σε μύλο ή η [[σύζυγος]] του μυλωνά<br /> <b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[θεωρία]] επισκόπου και [[καρδία]] μυλωνά» — λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα επιφανειακά μεν πολύ ωραία, [[αλλά]] [[κατά]] [[βάθος]] άσχημα<br /> β) «όλοι κλαίνε τον πόνο τους κι ο [[μυλωνάς]] τ' [[αυλάκι]]» — λέγεται για να δηλώσει το [[γεγονός]] ότι ο [[καθένας]] ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του προβλήματα και αδιαφορεί για τα προβλήματα των άλλων<br /> γ) «από [[μυλωνάς]] [[δεσπότης]]» — λέγεται γι' αυτούς που προάγονται [[ξαφνικά]] και [[χωρίς]] να αξίζουν<br /> δ) «είν' ο [[καημός]] της μυλωνούς να βάνει [[ρούχο]] μαύρο», λέγεται για να εκφράσει την [[αδημονία]] που αισθάνεται [[κάποιος]] από τις συνθήκες ή τους περιορισμούς του επαγγέλματός του<br /> ε) «κι η [[μυλωνού]] τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για όσους θέλουν να φανούν ανώτεροι από όσο αξίζουν.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>μύλων</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαλατ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=ο θηλ. [[μυλωνού]] (Μ [[μυλωνάς]], θηλ. [[μυλώνισσα]])<br /> [[ιδιοκτήτης]] ή [[εργάτης]] αλευρόμυλου, [[μυλωθρός]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιοκτήτης]] ή [[εργάτης]] [[κάθε]] είδους μύλου<br /> <b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[μυλωνού]]<br /> ιδιοκτήτρια μύλου ή [[γυναίκα]] που εργάζεται σε μύλο ή η [[σύζυγος]] του μυλωνά<br /> <b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[θεωρία]] επισκόπου και [[καρδία]] μυλωνά» — λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα επιφανειακά μεν πολύ ωραία, [[αλλά]] [[κατά]] [[βάθος]] άσχημα<br /> β) «όλοι κλαίνε τον πόνο τους κι ο [[μυλωνάς]] τ' [[αυλάκι]]» — λέγεται για να δηλώσει το [[γεγονός]] ότι ο [[καθένας]] ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του προβλήματα και αδιαφορεί για τα προβλήματα των άλλων<br /> γ) «από [[μυλωνάς]] [[δεσπότης]]» — λέγεται γι' αυτούς που προάγονται [[ξαφνικά]] και [[χωρίς]] να αξίζουν<br /> δ) «είν' ο [[καημός]] της μυλωνούς να βάνει [[ρούχο]] μαύρο», λέγεται για να εκφράσει την [[αδημονία]] που αισθάνεται [[κάποιος]] από τις συνθήκες ή τους περιορισμούς του επαγγέλματός του<br /> ε) «κι η [[μυλωνού]] τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για όσους θέλουν να φανούν ανώτεροι από όσο αξίζουν.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>μύλων</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[γαλατάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο θηλ. μυλωνούμυλωνάς, θηλ. μυλώνισσα)
ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου, μυλωθρός
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης ή εργάτης κάθε είδους μύλου
2. το θηλ. η μυλωνού
ιδιοκτήτρια μύλου ή γυναίκα που εργάζεται σε μύλο ή η σύζυγος του μυλωνά
3. παροιμ. α) «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά» — λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα επιφανειακά μεν πολύ ωραία, αλλά κατά βάθος άσχημα
β) «όλοι κλαίνε τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του προβλήματα και αδιαφορεί για τα προβλήματα των άλλων
γ) «από μυλωνάς δεσπότης» — λέγεται γι' αυτούς που προάγονται ξαφνικά και χωρίς να αξίζουν
δ) «είν' ο καημός της μυλωνούς να βάνει ρούχο μαύρο», λέγεται για να εκφράσει την αδημονία που αισθάνεται κάποιος από τις συνθήκες ή τους περιορισμούς του επαγγέλματός του
ε) «κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για όσους θέλουν να φανούν ανώτεροι από όσο αξίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μύλων + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς)].