Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαρδῖνος: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[σαρδίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σάρδα]] με [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (<b>πρβλ.</b> <i>κεστρ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>κορακ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>σαργ</i>-<i>ῖνος</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[σάρδα]].
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[σαρδίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σάρδα]] με [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών ([[πρβλ]]. [[κεστρῖνος]], [[κορακῖνος]], [[σαργῖνος]]), <b>βλ.</b> και λ. [[σάρδα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σαρδῖνος:''' ὁ предполож. сардина Arst.
|elrutext='''σαρδῖνος:''' ὁ предполож. сардина Arst.
}}
}}

Latest revision as of 10:18, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδῖνος Medium diacritics: σαρδῖνος Low diacritics: σαρδίνος Capitals: ΣΑΡΔΙΝΟΣ
Transliteration A: sardînos Transliteration B: sardinos Transliteration C: sardinos Beta Code: sardi=nos

English (LSJ)

ὁ, = σαρδίνη.

German (Pape)

[Seite 862] ὁ, = Vorigem, Ath. VII, 328 f, = χαλκίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sardine, sardinelle, poissons.
Étymologie: σάρδα.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η σαρδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σάρδα με επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρῖνος, κορακῖνος, σαργῖνος), βλ. και λ. σάρδα.

Russian (Dvoretsky)

σαρδῖνος: ὁ предполож. сардина Arst.