ξιφιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξιφιστήρ]], ὁ (Α)<br />[[λωρίδα]] από την οποία κρεμούσαν το [[ξίφος]], [[ζωστήρας]] ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξιφίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>, <i>κορυφισ</i>-<i>τήρ</i>) ή απευθείας από [[ξίφος]].
|mltxt=[[ξιφιστήρ]], ὁ (Α)<br />[[λωρίδα]] από την οποία κρεμούσαν το [[ξίφος]], [[ζωστήρας]] ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξιφίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[βραχιονιστήρ]], [[κορυφιστήρ]]) ή απευθείας από [[ξίφος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφιστήρ Medium diacritics: ξιφιστήρ Low diacritics: ξιφιστήρ Capitals: ΞΙΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: xiphistḗr Transliteration B: xiphistēr Transliteration C: ksifistir Beta Code: cifisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.

German (Pape)

[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφιστήρ: ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.

Greek Monolingual

ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονιστήρ, κορυφιστήρ) ή απευθείας από ξίφος.

Greek Monotonic

ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ξῐφιστήρ, ῆρος, ὁ, ξίφος
a sword-belt, Plut.