φυρτός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (<b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>φυρτος</i>, <i>μελί</i>-<i>φυρτος</i>), [[καθώς]] και στον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φυρτοῖσιν</i>·...<i>συμπεφυρμένοις</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. ([[πρβλ]]. [[αἱμόφυρτος]], [[μελίφυρτος]]), [[καθώς]] και στον τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>φυρτοῖσιν</i>·...<i>συμπεφυρμένοις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρτός Medium diacritics: φυρτός Low diacritics: φυρτός Capitals: ΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: phyrtós Transliteration B: phyrtos Transliteration C: fyrtos Beta Code: furto/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed, kneaded up, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1316] adj. verb. von φύρω, gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φυρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμόφυρτος, μελίφυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις].