σιαγονίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />(ενν. <i>μῦς</i>) ο μυς της σιαγόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιαγών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br />(ενν. <i>μῦς</i>) ο μυς της σιαγόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιαγών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πωγωνίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῑτ] μῦς, ὁ, the muscle of the jaw-bone, Alex.Trall.1.16, Steph.in Hp. 1.99D.
German (Pape)
[Seite 877] ὁ, μῦς, der Kinnbackenmuskel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾱγονίτης: μῦς, ὁ, ὁ μῦς τῆς σιαγόνος, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 97.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
(ενν. μῦς) ο μυς της σιαγόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγών, -όνος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πωγωνίτης)].