τερματοφύλακας: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />([[κυρίως]] στο [[ποδόσφαιρο]]) [[παίκτης]] που έχει ως [[αποστολή]] τη [[φύλαξη]] του τέρματος ή εστίας ώστε να μην σημειώσει [[τέρμα]] η αντίπαλη [[ομάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλακας]] (<b>πρβλ.</b> <i>οπισθο</i>-[[φύλακας]])].
|mltxt=ο, Ν<br />([[κυρίως]] στο [[ποδόσφαιρο]]) [[παίκτης]] που έχει ως [[αποστολή]] τη [[φύλαξη]] του τέρματος ή εστίας ώστε να μην σημειώσει [[τέρμα]] η αντίπαλη [[ομάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φύλακας]] ([[πρβλ]]. [[οπισθοφύλακας]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
(κυρίως στο ποδόσφαιρο) παίκτης που έχει ως αποστολή τη φύλαξη του τέρματος ή εστίας ώστε να μην σημειώσει τέρμα η αντίπαλη ομάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατος + φύλακας (πρβλ. οπισθοφύλακας)].