ὀριγανίτης: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀριγανίτης]], ὁ (Α)<br />[[οίνος]] αρωματισμένος με [[ρίγανη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρίγανον]] «[[ρίγανη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ( | |mltxt=[[ὀριγανίτης]], ὁ (Α)<br />[[οίνος]] αρωματισμένος με [[ρίγανη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρίγανον]] «[[ρίγανη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[Καλαμίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 8 May 2023
English (LSJ)
[νῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with ὀρίγανον, Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.
German (Pape)
[Seite 377] οἶνος, ὁ, mit ὀρίγανον abgezogener Wein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρῑγᾰνίτης: οἶνος, ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «ὀριγανίτης δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.
Greek Monolingual
ὀριγανίτης, ὁ (Α)
οίνος αρωματισμένος με ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. Καλαμίτης)].