νεμεσήμων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεμεσήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[αγανάκτηση]], [[οργίλος]], εξοργισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει [[αγανάκτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεμεσ</i>(<i>σ</i>)<i>ῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ελε</i>-[[ήμων]], <i>νο</i>-[[ήμων]])].
|mltxt=[[νεμεσήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[αγανάκτηση]], [[οργίλος]], εξοργισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει [[αγανάκτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεμεσ</i>(<i>σ</i>)<i>ῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] ([[πρβλ]]. [[ελεήμων]], [[νοήμων]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:21, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 239] ον, unwillig, zornig, μῦθος, θυμός u. ä., Nonn. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

νεμεσήμων: -ον, γεν. -ονος, πλήρης ἀγανακτήσεως, ἐξωργισμένος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 48, κτλ.

Greek Monolingual

νεμεσήμων, -ον (Α)
1. γεμάτος αγανάκτηση, οργίλος, εξοργισμένος
2. αυτός που διεγείρει αγανάκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεμεσ(σ) + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ελεήμων, νοήμων)].