κυανοπώγων: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο [[οποίος]] παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ( | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρη [[γενειάδα]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο [[οποίος]] παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πώγων]] «[[γενειάδα]]» ([[πρβλ]]. [[τραγοπώγων]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>barbe</i>-<i>bleu</i><br />μαρτυρείται από το 1883 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα
2. προσωνυμία του Λανδρύ, του Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγοπώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barbe-bleu
μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].