χαμαιπαγής: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6_8)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαιπᾰγής''': -ές, ὁ προσκεκολλημένος εἰς τὸ [[ἔδαφος]], [[χαμηλός]], Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 126.
|lstext='''χᾰμαιπᾰγής''': -ές, ὁ προσκεκολλημένος εἰς τὸ [[ἔδαφος]], [[χαμηλός]], Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 126.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[μπήγω]], [[στερεώνω]]»), [[πρβλ]]. [[ἀρτιπαγής]], [[ὑψιπαγής]]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>an der [[Erde]] od. am [[Boden]] [[haftend]], [[niedrig]]</i>, Paul.Sil. <i>ecphr</i>. 126.
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 9 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιπᾰγής: -ές, ὁ προσκεκολλημένος εἰς τὸ ἔδαφος, χαμηλός, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 126.

Greek Monolingual

-ές, Α
προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτιπαγής, ὑψιπαγής].

German (Pape)

ές, an der Erde od. am Boden haftend, niedrig, Paul.Sil. ecphr. 126.