μυελαυξής: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυελαυξής]], -ές (Α)<br />αυτός που συμβάλλει στην [[αύξηση]] του μυελού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυξής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐξάνω]]), | |mltxt=[[μυελαυξής]], -ές (Α)<br />αυτός που συμβάλλει στην [[αύξηση]] του μυελού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυξής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐξάνω]]), [[πρβλ]]. [[νεοαυξής]], [[πολυαυξής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 9 May 2023
English (LSJ)
ές, increasing the marrow, τροφή Hsch.
German (Pape)
[Seite 213] ές, Mark vermehrend, τροφή, Hesych., wo aber μυελαύξῃ steht.
Greek (Liddell-Scott)
μυελαυξής: -ές, ὁ αὐξάνων τὸν μυελόν, ὁ τρέφων αὐτόν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυελαυξής, -ές (Α)
αυτός που συμβάλλει στην αύξηση του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεοαυξής, πολυαυξής].