οξύρρινος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)<br />αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή [[μύτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύρρινος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] «[[μύτη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλατύ</i>-<i>ρρινος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)<br />αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή [[μύτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύρρινος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] «[[μύτη]]»), [[πρβλ]]. [[πλατύρρινος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)
αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρινος
ζωολ. γένος σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. πλατύρρινος].