νεοζυγής: Difference between revisions
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοζυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που τέθηκε [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] πρόσφατα («δάκνων δὲ [[στόμιον]] ὡς νεοζυγὴς [[πῶλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που τέθηκε [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] του γάμου πρόσφατα, [[νιόπαντρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), | |mltxt=[[νεοζυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που τέθηκε [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] πρόσφατα («δάκνων δὲ [[στόμιον]] ὡς νεοζυγὴς [[πῶλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που τέθηκε [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] του γάμου πρόσφατα, [[νιόπαντρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[ισοζυγής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:30, 10 May 2023
English (LSJ)
ές,Aνεόζυγος (newly yoked, new-married, newly-yoked, newly-married) πῶλος A.Pr.1009; νεοζυγέεσσι φαλάροισιν Tryph.155: metaph., νεοζυγέων ὑμεναίων Nonn.D.48.237.
German (Pape)
[Seite 241] ές, = νεόζυγος; πῶλος, Aesch. Prom. 1011; ἅρμα, Choeril. bei Schol. Arist. rh. 3, 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.
Étymologie: νέος, ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
νεοζῠγής: с недавнего времени идущий в запряжке, на которого недавно надели ярмо (πῶλος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοζῠγής: -ές, = νεόζυγος, πῶλος Αἰσχύλ. Πρ. 1009· νεοζυγέεσι φαλάροισιν Τρυφιόδ. 155· - μεταφ., νεοζυγέων ὑμεναίων Νόνν. Δ. 48. 237.
Greek Monolingual
νεοζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό πρόσφατα («δάκνων δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό του γάμου πρόσφατα, νιόπαντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ζυγής (< ζυγός), πρβλ. ισοζυγής].
Greek Monotonic
νεοζῠγής: -ές, = νεόζυγος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νεο-ζῠγής, ές = νεόζυγος, Aesch.]