νηπιοπρεπής: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες" to "βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηπιοπρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που αρμόζει σε νήπια<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη [[φορά]] στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπιοπρεπῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[νήπιο]], νηπιακά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), | |mltxt=[[νηπιοπρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που αρμόζει σε νήπια<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη [[φορά]] στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπιοπρεπῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[νήπιο]], νηπιακά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[μικροπρεπής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ές, <i> | |ptext=ές, <i>[[für Kinder schicklich]]</i>, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Latest revision as of 10:30, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
νηπιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς νήπια, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρ. α΄, σ. 240Β, κτλ.· - Ἐπίρρ. νηπιοπρεπῶς, Ἀναστ. Σιν. ἐν Mi. Pa gr. τ. 89, σ. 221, 229.
Greek Monolingual
νηπιοπρεπής, -ές (ΑΜ)
αυτός που αρμόζει σε νήπια
αρχ.
κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας.
επίρρ...
νηπιοπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο, νηπιακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικροπρεπής].
German (Pape)
ές, für Kinder schicklich, Sp.
Translations
childish
Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: kinderachtig, infantiel; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: puéril, gamin; German: kindisch; Greek: παιδιάστικος, παιδαριώδης; Ancient Greek: βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες, μειρακιώδης, νηπίαχος, νηπιαχῶδες, νηπιαχώδης, νηπίεος, νηπιοπρεπής, νήπιος, νηπιόφρων, νηπύτιος, παιδαρικός, παιδαριῶδες, παιδαριώδης, παιδικός, παιδνός; Hebrew: ילדותי; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: infantile, bambinesco, puerile; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: puerilis; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچهگانه; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: infantil, imaturo; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: ребяческий, инфантильный, детский; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: infantil, infantiloide, pueril, aniñado, niñato; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd