νηριτοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηριτοτρόφος]], -ον (Α)<br />(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηρίτης]] «[[κοχύλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), | |mltxt=[[νηριτοτρόφος]], -ον (Α)<br />(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νηρίτης]] «[[κοχύλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[μελισσοτρόφος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (νηρίτης) breeding sea-snails, νῆσοι A.Fr.285.
German (Pape)
Meerschneckenernährend, Aesch. frg. 139, bei Ath. III.86b; s. auch ἀναριτοτρόφος.
Russian (Dvoretsky)
νηρῑτοτρόφος: вскармливающий ракушки, т. е. богатый раковинами (νῆσοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νηρῑτοτρόφος: -ον, (νηρίτης) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.
Greek Monolingual
νηριτοτρόφος, -ον (Α)
(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσοτρόφος].