οπλομάχος: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁπλομάχος]], -ον)<br />[[οπλομάχος]]<br />αυτός που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων γενικά, την [[οπλομαχία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δάσκαλο της ξιφασκίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο ασκημένος στη [[χρήση]] τών αγχέμαχων [[ιδίως]] όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μάχεται με [[βαρέα]] όπλα<br /><b>3.</b> (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την [[πίστη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), | |mltxt=ο (Α [[ὁπλομάχος]], -ον)<br />[[οπλομάχος]]<br />αυτός που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων γενικά, την [[οπλομαχία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον δάσκαλο της ξιφασκίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο ασκημένος στη [[χρήση]] τών αγχέμαχων [[ιδίως]] όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που μάχεται με [[βαρέα]] όπλα<br /><b>3.</b> (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την [[πίστη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θηριομάχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 10 May 2023
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλομάχος, -ον)
οπλομάχος
αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο της ξιφασκίας
νεοελλ.
ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα
αρχ.
1. πολεμιστής
2. αυτός που μάχεται με βαρέα όπλα
3. (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θηριομάχος].