νυμφοπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυμφοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει σε [[νύφη]]. Επίρρ. (στον υπερθ.) <i>νυμφοπρεπεστάτως</i><br />με τρόπο που κατ' εξοχήν αρμόζει ή ταιριάζει σε [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), | |mltxt=[[νυμφοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει σε [[νύφη]]. Επίρρ. (στον υπερθ.) <i>νυμφοπρεπεστάτως</i><br />με τρόπο που κατ' εξοχήν αρμόζει ή ταιριάζει σε [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[ανδροπρεπής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
νυμφοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς νύμφην, Ψελλὸς ἐν ᾌσματι ᾈσμ. Ϛ΄, 4.
Greek Monolingual
νυμφοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει σε νύφη. Επίρρ. (στον υπερθ.) νυμφοπρεπεστάτως
με τρόπο που κατ' εξοχήν αρμόζει ή ταιριάζει σε νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδροπρεπής].