νυμφοπρεπής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek (Liddell-Scott)
νυμφοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς νύμφην, Ψελλὸς ἐν ᾌσματι ᾈσμ. Ϛ΄, 4.
Greek Monolingual
νυμφοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει σε νύφη. Επίρρ. (στον υπερθ.) νυμφοπρεπεστάτως
με τρόπο που κατ' εξοχήν αρμόζει ή ταιριάζει σε νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδροπρεπής].