πεντάφωτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(31)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάφωτος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πέντε]] φώτα, δηλ. [[πέντε]] λαμπτήρες ή λυχνίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]]) αυτός που φωτίζεται από [[πέντε]] πηγές, που παίρνει πληροφορίες από [[πέντε]] πηγές, [[δηλαδή]] από τις [[πέντε]] αισθήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τρισσό</i>-<i>φωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάφωτος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πέντε]] φώτα, δηλ. [[πέντε]] λαμπτήρες ή λυχνίες<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για το ανθρώπινο [[σώμα]]) αυτός που φωτίζεται από [[πέντε]] πηγές, που παίρνει πληροφορίες από [[πέντε]] πηγές, [[δηλαδή]] από τις [[πέντε]] αισθήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), [[πρβλ]]. [[τρισσόφωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 557] λαμπάς, ἡ, mit fünf Leuchten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάφωτος: -ον, ὁ ἔχων πέντε φῶτα, λαμπὰς Μεθόδ. 382C·

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάφωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πέντε φώτα, δηλ. πέντε λαμπτήρες ή λυχνίες
μσν.
μτφ. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που φωτίζεται από πέντε πηγές, που παίρνει πληροφορίες από πέντε πηγές, δηλαδή από τις πέντε αισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. τρισσόφωτος].