πολυσήμαντος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυσήμαντος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει [[πολλά]] («πολυσήμαντη [[λέξη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]], [[βαρυσήμαντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — [[τίτλος]] έργου του Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σήμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πολυσήμαντος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει [[πολλά]] («πολυσήμαντη [[λέξη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]], [[βαρυσήμαντος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — [[τίτλος]] έργου του Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σήμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), [[πρβλ]]. [[μονοσήμαντος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, with many significations, Heliod. in EN86.8; προσηγορία Lyd.Mag.2.2; περὶ π. λέξεων, title of work by Orus, Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.336.
German (Pape)
[Seite 673] Vieles bezeichnend, viel bedeutend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς σημασίας, Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 27, τ. 3, σ. 227, Εὐστ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη»)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος
αρχ.
φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — τίτλος έργου του Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. μονοσήμαντος].