πολυόστεος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[πολλά]] οστά<br /><b>2.</b> (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόστεον</i><br />η [[επάνω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη [[συναρμογή]] των αστραγάλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]] / [[ὀστέον]] «[[κόκαλο]]»), | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[πολλά]] οστά<br /><b>2.</b> (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόστεον</i><br />η [[επάνω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη [[συναρμογή]] των αστραγάλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]] / [[ὀστέον]] «[[κόκαλο]]»), [[πρβλ]]. [[μονόστεος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A with many bones: π., τό, = πεδίον 11, Poll.2.197; τὸ π. τοῦ σκέλους, i.e. the foot, Arist.HA494a10. II of fruits, with many seeds, Cat.Cod.Astr.8(4).251.
German (Pape)
[Seite 667] mit vielen Knochen, Arist. H. A. 1, 15 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόστεος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὀστᾶ, Πολυδ. Β΄, 197· τὸ π. τοῦ σκέλους, δηλ. ὁ πούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για ζώα) αυτός που έχει πολλά οστά
2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόστεον
η επάνω επιφάνεια του ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη συναρμογή των αστραγάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όστεος (< ὀστοῦν / ὀστέον «κόκαλο»), πρβλ. μονόστεος].