Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει ρόδινο [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[επιδερμίδα]], [[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μολυβδό</i>-<i>χρως</i>].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει ρόδινο [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[επιδερμίδα]], [[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[μολυβδόχρως]]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ωτος Ἀπό τό [[ρόδον]] + [[χρώς]]. Εἶναι συνώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[ρόδον]].
|mantxt=-ωτος Ἀπό τό [[ρόδον]] + [[χρώς]]. Εἶναι συνώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[ρόδον]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει ρόδινο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χρως (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μολυβδόχρως].

Mantoulidis Etymological

-ωτος Ἀπό τό ρόδον + χρώς. Εἶναι συνώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ρόδον.