συρμιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για [[κάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συρμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ισ</i>-<i>τήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κομισ</i>-<i>τήρ</i>].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για [[κάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συρμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ισ</i>-<i>τήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), [[πρβλ]]. [[κομιστήρ]]].
}}
}}

Revision as of 11:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμιστήρ Medium diacritics: συρμιστήρ Low diacritics: συρμιστήρ Capitals: ΣΥΡΜΙΣΤΗΡ
Transliteration A: syrmistḗr Transliteration B: syrmistēr Transliteration C: syrmistir Beta Code: surmisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one who sells shavings, etc., for firing, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

συρμιστήρ: ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. συρμιστήρ· ξυλοπώλης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα -ισ-τήρ (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. κομιστήρ].