σχοινόπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σχοινόπλεκτος]], -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), | |mltxt=-η, -ο / [[σχοινόπλεκτος]], -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[κισσόπλεκτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, plaited of rushes, ἄγγος Arar.8.
German (Pape)
[Seite 1057] von Binsen geflochten; ἄγγος, Araros Ath. III, 105 e; Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον ἄγγος Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / σχοινόπλεκτος, -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσόπλεκτος].