ταυρόφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μουγκρίζει σαν [[ταύρος]] («ταυρόφθογγοι μῑμοι» — ήχοι ως [[μίμηση]] του μυκηθμού τών ταύρων, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόγγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μελί</i>-<i>φθογγος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μουγκρίζει σαν [[ταύρος]] («ταυρόφθογγοι μῑμοι» — ήχοι ως [[μίμηση]] του μυκηθμού τών ταύρων, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόγγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]]), [[πρβλ]]. [[μελίφθογγος]]].
}}
}}

Revision as of 11:43, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόφθογγος Medium diacritics: ταυρόφθογγος Low diacritics: ταυρόφθογγος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: tauróphthongos Transliteration B: taurophthongos Transliteration C: tavrofthoggos Beta Code: tauro/fqoggos

English (LSJ)

ον, bellowing like a bull, τ. μῖμοι sounds that imitate the bellowing of bulls, A.Fr.57.8 (anap.).

Russian (Dvoretsky)

ταυρόφθογγος: мычащий как бык (μῖμοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόφθογγος: -ον, ὁ φθεγγόμενος, μυκώμενος ὡς ταῦρος, τ. μῖμοι, ἦχοι μιμούμενοι τὸν μηκυθμὸν τῶν ταύρων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μουγκρίζει σαν ταύρος («ταυρόφθογγοι μῑμοι» — ήχοι ως μίμηση του μυκηθμού τών ταύρων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. μελίφθογγος].