υπερόριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπερόρια</i><br />α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερορίως</i> Μ<br />[[πέρα]], [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] [Ι] «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεθ</i>-<i>όριος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερόριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. [[ὑπερούριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τελείται [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[υπερορία]]<br />α) η [[πέρα]] από τα όρια ενός κράτους [[χώρα]], η [[ξενιτιά]] (α. «έζησε [[χρόνια]] ολόκληρα στην [[υπερορία]]» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αναγκαστική [[απομάκρυνση]] ενός προσώπου έξω ή [[πέρα]] από τα όρια μιας επικράτειας, [[εξορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φήμη]]) ο [[ευρέως]] διαδεδομένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, ξενιτεμένος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εξόριστος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που στερείται [[κάτι]] ή αυτός που δεν συμμετέχει σε [[κάτι]], [[αμέτοχος]] («γραφὴ [[ὑπερόριος]] τῆς φύσεως», Πρόκ.<br />β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος [[ὑπερόριος]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνήθιστος]] («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπερόρια</i><br />α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερορίως</i> Μ<br />[[πέρα]], [[μακριά]] από τα [[σύνορα]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] [Ι] «όριο, [[σύνορο]]»), [[πρβλ]]. [[μεθόριος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερόριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους
2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία
α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια ολόκληρα στην υπερορία» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν», Πλάτ.)
β) αναγκαστική απομάκρυνση ενός προσώπου έξω ή πέρα από τα όρια μιας επικράτειας, εξορία
μσν.
(για φήμη) ο ευρέως διαδεδομένος
μσν.-αρχ.
1. (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί μακριά από τα σύνορα της πατρίδας του, ξενιτεμένος
2. (κατ' επέκτ.) εξόριστος
3. (για πράγμ.) αυτός που στερείται κάτι ή αυτός που δεν συμμετέχει σε κάτι, αμέτοχος («γραφὴ ὑπερόριος τῆς φύσεως», Πρόκ.
β. «δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ τοῦ ἡδέος ὑπερόριος», Φώτ.)
αρχ.
1. ασυνήθιστος («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῖς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπερόρια
α) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», Αριστοτ.)
β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή μακριά από τα σύνορα μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῖς ὑπερορίοις», Ξεν.)
επίρρ...
ὑπερορίως Μ
πέρα, μακριά από τα σύνορα μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οριος (< ὅρος [Ι] «όριο, σύνορο»), πρβλ. μεθόριος].