υπόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόρριζος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βαθιές ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπόρριζο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ή αλγεβρική [[παράσταση]] που γράφεται [[κάτω]] από το [[σύμβολο]] της ρίζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> δευτερεύουσα [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>ρριζος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόρριζος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει βαθιές ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπόρριζο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ή αλγεβρική [[παράσταση]] που γράφεται [[κάτω]] από το [[σύμβολο]] της ρίζας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> δευτερεύουσα [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[σύρριζος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύρριζος].